κουτσομπολιό

κουτσομπολιό
το
κατασυκοφάντηση, σπερμολογία, κακογλωσσιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουτσομπολιό — το σχολιασμός, συνήθως κακόβουλος, πράξεων ή υποθέσεων τρίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. κουτσομπολιάζω] …   Dictionary of Greek

  • κους-κους — το 1. κουτσομπολιό 2. οι ρίζες τού αρωματικού φυτού βετιβερία, καθώς και ποτό που εξάγεται από το βράσιμο τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «κουτσομπολιό» είναι ηχομιμητική] …   Dictionary of Greek

  • ακουτσομπόλευτος — η, ο [κουτσομπολεύω] αυτός, για τον οποίο δεν έγινε κουτσομπολιό, τού οποίου δεν κακολόγησαν ή δεν σχολίασαν την ιδιωτική ζωή …   Dictionary of Greek

  • αστερόλεσχος — ἀστερόλεσχος, ο (Μ) αυτός που φλυαρεί για τ αστέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + λεσχος < λέσχη «συζήτηση, φλυαρία, κουτσομπολιό»] …   Dictionary of Greek

  • κακογλωσσιά — η [κακόγλωσσος] κακολογία, διαβολή, κουτσομπολιό …   Dictionary of Greek

  • κοτσομπολιό — το βλ. κουτσομπολιό …   Dictionary of Greek

  • κουσέλι — το συκοφαντία, κακολογία, κουτσομπολιό, κουσκουσουριά …   Dictionary of Greek

  • κουσκουσουριά — και κουρκουσουριά και κορκοσουριά, η [κουσκουσούρης] κακολογία, κουτσομπολιό, κακογλωσιά, καταλαλιά …   Dictionary of Greek

  • κουτσομπολειό — το βλ. κουτσομπολιό …   Dictionary of Greek

  • κουτσομπόλεμα — το [κουτσομπολεύω] κουτσομπολιό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”